Βαγδάτη

Βαγδάτη
(Baghdad). Πόλη (4.478.000 κάτ. το 1995) και πρωτεύουσα του Ιράκ, καθώς και της ομώνυμης επαρχίας (4.071 τ. χλμ., περ. 4.800.000 κάτ.). Την ίδρυσε το 762 μ.Χ. ο Αβασίδης αλ-Μανσούρ στην αριστερή όχθη του Τίγρη, εκεί όπου ο ποταμός, στον μέσο ρου του, πλησιάζει περισσότερο στον Ευφράτη. Υπήρξε στο παρελθόν μυθική πολιτεία· ένας μακρινός απόηχος της λαμπρότητάς της φτάνει μέχρι εμάς με τις αφηγήσεις που υπάρχουν στις Χίλιες και μία νύχτες –οι οποίες κατά ένα μεγάλο μέρος έχουν ως τόπο τη Β.– που για τα μεγαλόπρεπα ανάκτορά της και τους κήπους της είχε ονομαστεί κατοικία της ειρήνης. Οι Αβασίδες την ανέδειξαν στο μεγαλύτερο πολιτιστικό και εμπορικό κέντρο του ισλαμισμού· με το τέλος όμως του χαλιφάτου (13ος αι.) άρχισε η παρακμή της. Αφού τη λεηλάτησαν οι Μογγόλοι το 1258 και την κατέστρεψε ο Ταμερλάνος το 1400, αποτέλεσε στη συνέχεια (1638) τμήμα της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Το 1921, η Β. ορίστηκε πρωτεύουσα του νέου ιρακινού κράτους και από τότε άρχισε να σημειώνει γρήγορη ανάπτυξη. Σιγά-σιγά ξαναπήρε, χάρη στην πλοϊμότητα του Τίγρη και στην προνομιούχο θέση της στην πεδιάδα της Μεσοποταμίας, την παλιά της σημασία ως τόπος διέλευσης ανάμεσα στις μεσογειακές περιοχές και στην κεντρική και νότια Ασία. Μολονότι αριθμεί μερικές βιομηχανίες (υφαντουργεία, σαπωνοποιεία, καπνεργοστάσια κλπ.), η Β. είναι κυρίως μεγάλο εμπορικό κέντρο, που απορροφά το μεγαλύτερο μέρος του ιρακινού εμπορίου και κέντρο διύλισης πετρελαίου. Η πόλη ευνοείται και από το γεγονός ότι βρίσκεται πάνω στη σιδηροδρομική γραμμή που –ξεκινώντας από την Κωνσταντινούπολη– φτάνει μέχρι τη Βασόρα, το μεγαλύτερο λιμάνι του Ιράκ, ενώ είναι επίσης διεθνής σταθμός των αεροπορικών συγκοινωνιών. Επίσης, τα τελευταία χρόνια αναπτύχθηκαν στρατιωτικές βιομηχανίες. Στη διάρκεια τόσο του πολέμου Ιράν-Ιράκ (1980-88) όσο και του πολέμου στον Περσικό κόλπο (Ιανουάριος–Μάρτιος 1991), η πόλη βομβαρδίστηκε επανειλημμένα και ένα μεγάλο τμήμα της καταστράφηκε· ωστόσο, η ανοικοδόμησή της άρχισε αμέσως μετά τη λήξη των πολέμων. Έφιππος ανδριάντας μοντέρνας τεχνοτροπίας, που βρίσκεται στο κέντρο της Βαγδάτης. Το τζαμί Καντιμάιν της Βαγδάτης θεωρείται ένα από τα πιο αξιόλογα της ιρακινής πρωτεύουσας.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Αχμέτ, ιμπν Χανμπάλ — (Βαγδάτη 780 – 855 μ.Χ.). Μωαμεθανός θρησκευτικός αρχηγός, ιδρυτής του δόγματος της ορθόδοξης (σουνιτικής) μουσουλμανικής θρησκείας των Χαμπελιτών. Έζησε τα παιδικά του χρόνια στη Βαγδάτη όπου και σπούδασε κοντά στον ιμάμη Σαφιί. Περιπλανήθηκε σε …   Dictionary of Greek

  • Ιράκ — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία του Ιράκ Έκταση: 437.072 τ. χλμ. Πληθυσμός: 24.001.816 (2002) Πρωτεύουσα: Βαγδάτη (4.478.000 κάτ. το 1995)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με την Τουρκία, στα Δ με τη Συρία και την… …   Dictionary of Greek

  • Ιράν — Επίσημη ονομασία: Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν Παραδοσιακή ονομασία: Περσία Έκταση: 1.648.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 65.540.226 (2002) Πρωτεύουσα: Τεχεράνη (6.758.845 κάτ. το 1996)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με το… …   Dictionary of Greek

  • Αλ Μαμούν — (AlMamun, 786 – 833 μ.Χ.). Χαλίφης της Βαγδάτης από τη δυναστεία των Αββασιδών, γιος του χαλίφη Χαρούν αλ Ρασίντ. Μπόρεσε να σταθεροποιηθεί στον θρόνο του αφού κατέπνιξε με τη βία τις διάφορες εξεγέρσεις και τους εμφύλιους πολέμους που… …   Dictionary of Greek

  • ισλαμισμός — Μονοθεϊστική θρησκεία την οποία ίδρυσε ο Μωάμεθ (570 632) κατά το πρώτο μισό του 7ου αι. μ.Χ. Από την ίδια ρίζα παράγεται και η λέξη μουσουλμάνος (μούσλιμ = αυτός που παραδίνεται στο θέλημα του Θεού και κατ’ επέκταση ο οπαδός του ι.). Ο ι.… …   Dictionary of Greek

  • τίγρης — (Ντιτζλέ τουρκικά, Ντίτζλα αραβικά). Ποταμός της νοτιοδυτικής Ασίας, στη Μεσοποταμία, που εκβάλλει στον Περσικό (ή Αραβικό) Κόλπο, αφού συμβάλει με τον Ευφράτη στην Κούρνα και σχηματίσει το Σατ αλ Άραμπ, ένα μεγάλους μήκους ποταμό (190 χλμ.), που …   Dictionary of Greek

  • Αβασίδες — Δυναστεία χαλίφηδων, η οποία διαδέχτηκε το 747 τη δυναστεία των Ομεϊαδών. Ιδρυτής της υπήρξε ο Αμπούλ Αμπάς, ο επιλεγόμενος αλ Σαφάχ(αιμοδιψής). Ενώ οι Α. εδραίωναν την εξουσία τους, ο τελευταίος από τους Ομεϊάδες, αφού γλίτωσε από τη σφαγή που… …   Dictionary of Greek

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

  • βαγδάτιν — και βαγδαΐτιν (το) (Μ) (ως επίθ. ή ουσ.) (ύφασμα ή φόρεμα) που προέρχεται από τη Βαγδάτη. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. βαγβάτιν < (τοπων.) Βαγδάτη, ο δε τ. βαγδαΐτιν από επίδραση τού Βαγδαΐτης] …   Dictionary of Greek

  • Αλ Μανσούρ — (AlMansur). Επωνυμία με την οποία είναι γνωστές κορυφαίες προσωπικότητες του αραβικού κόσμου. Α.Μ. σημαίνει ο δοξασμένος. 1. Αμπού Άμερ Μοχάμαντ αλ Μοαφέρι (939 – 1002 μ.Χ.). Στρατηγός που διακρίθηκε στους αγώνες των Αράβων εναντίον των… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”